- Μελαμπόδειος
- Μελαμπόδειος, -εία, -ον και Μελαμπόδιος, -ία, -ον, θηλ. και Μελαμπόδεια (Α) [Μελάμπους]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάντη Μελάμποδα2. το θηλ. ως ουσ. Μελαμπόδειαποίημα σε τρία τουλάχιστον βιβλία που αναφερόταν στον βίο και στις πράξεις τού μάντη Μελάμποδος3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Μελαμπόδειαετήσια εορτή που τελούνταν στα Αιγόσθενα τής Μεγαρίδας προς τιμήν τού μάντη Μελάμποδος4. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελαμπόδιοντο ποώδες φυτό ελλέβορος5. φρ. «μελαμπόδειος ἑλλέβορος» — το φυτό μελαμπόδιο.
Dictionary of Greek. 2013.